- ελαφρότητα
- η1. η αλαφράδα (βλ. λ.).2. μτφ., επιπολαιότητα, έλλειψη σοβαρότητας.3. (για γυναίκες), επιλήψιμη διαγωγή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελαφρότητα — και ελαφρότη, η (ΑΜ ἐλαφρότης) η ιδιότητα τού ελαφρού μσν. νεοελλ. 1. έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα 2. (για γυναίκα) επιλήψιμη διαγωγή αρχ. ευκινησία … Dictionary of Greek
ἐλαφρότητα — ἐλαφρότης lightness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ευχέρεια — η (ΑΜ εὐχέρεια) [ευχερής] ευκολία, ικανότητα, δυνατότητα, άνεση στη χρησιμοποίηση ανθρώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων μσν. ευκαιρία αρχ. 1. (για την τέχνη) άνεση, ευκολία κινήσεων 2. κλίση, διάθεση, ροπή για κάτι 3. προθυμία για κάτι 4. (με κακή… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ακαταστασία — η (Α ἀκαταστασία) [ἀκατάστατος] ανωμαλία, ταραχή, αναρχία νεοελλ. η έλλειψη τάξης, η αταξία αρχ. 1. η ανικανότητα για ορθοστασία «τοῡ σώματος ἀκαταστασία» (Χρύσιππος Στωικ. 3, 121) 2. η αστάθεια, η ελαφρότητα τού χαρακτήρα (Αρτεμίδ. 2, 68, Πολ. 7 … Dictionary of Greek
αλαφράδα — η [αλαφρός] 1. το να είναι κάτι ελαφρό, η ελαφρότητα 2. έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα, κουφότητα, μωρία … Dictionary of Greek
αλαφραίνω — (και αλαφραίνω και αλαφρύνω) 1. κάνω κάτι ελαφρό μειώνοντας το βάρος ή ανακουφίζω κάποιον από το βάρος 2. ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες κ.λπ. 3. (για ασθένεια ή πυρετό) γίνομαι ηπιότερος 4. συμπεριφέρομαι με ελαφρότητα, ανόητα 5.… … Dictionary of Greek
αλαφροκαρδιά — η [αλαφρόκαρδος] ελαφρότητα τής καρδιάς, αμεριμνησία, ξενοιασιά … Dictionary of Greek